- χειρόδοτος
- -ον, Α1. αυτός που έχει δοθεί με το χέρι2. φρ. α) «χειρόδοτον δάνειον» — δάνειο στο χέρι χωρίς γραπτό συμβόλαιο πάπ.β) «χειρόδοτα παράφερνα» — κινητή περιουσία.επίρρ...χειροδότως Μστο χέρι, με δόσιμο στο χέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + δοτός (< δίδωμι), πρβλ. θεό-δοτος].
Dictionary of Greek. 2013.